- ἐναλλάσσοντας
- ἐναλλάσσωexchangepres part act masc acc plἐναλλάσσωexchangepres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λυγίζω — και λυγώ, άω (AM λυγίζω, Μ και λυγῶ, άω) [λύγος] 1. (μτβ.) κάνω κάτι να καμφθεί, κάμπτω, κυρτώνω (α. «λυγίζω τά γόνατα» β. «πλευρὰν λυγίσαντος ὑπὸ ῥώμης, οἷον μυκτὴρ μυᾱται καὶ σφόνδυλος ἀχεῑ», Αριστοφ.) 2. καταβάλλω, νικώ 3. (αμτβ.) κάμπτομαι,… … Dictionary of Greek
παραγραμματίζω — ΝΑ μεταβάλλω λέξη με την αντικατάσταση γράμματος ή γραμμάτων κάνοντας έτσι λογοπαίγνιο, όπως λ.χ. κόλαξ αντί κόραξ αρχ. διορθώνω τη γραφή κειμένου εναλλάσσοντας τα γράμματα ή αντικαθιστώντας ορισμένα από αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γράμμα,… … Dictionary of Greek
Βέμπερ, Καρλ Μαρία Φρίντριχ φον- — (Karl Maria Friedrich von Weber, Όιτιν, Όλντεμπουργκ 1786 – Λονδίνο 1826). Γερμανός συνθέτης. Τα πρώτα στοιχεία μουσικής τα διδάχτηκε από τον πατέρα του Φρανς Άντον (θείο της γυναίκας του Μότσαρτ, Κωνσταντίας Βέμπερ), πρώην αξιωματικό, που… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ίστον, Τσάρλτον — (Charlton Heston, Ιλινόις 1924 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού ηθοποιού, σκηνοθέτη και παραγωγού του κινηματογράφου Τσαρλς Κάρτερ (Charles Carter). Σπούδασε ορθοφωνία και υποκριτική και στην ηλικία των 17 ετών, ενώ ήταν ακόμα σπουδαστής … Dictionary of Greek
Μπραμς, Γιοχάνες — (Jochannes Brahms, Αμβούργο 1833 – Βιέννη 1897). Γερμανός συνθέτης. Αποκάλυψε νωρίς μια εξαιρετική μουσική φύση και κάτω από τις οδηγίες του πατέρα του άρχισε να μελετά βιολί, πιάνο και σύνθεση. Από δέκα ετών άρχισε τις πρώτες δημόσιες εμφανίσεις … Dictionary of Greek
Παπαλουκάς, Σπυρίδων — (Δεσφίνα Παρνασσίδας 1892 – Αθήνα 1957). Έλληνας ζωγράφος, ένας από τους σημαντικότερους ερμηνευτές της ελληνικής υπαίθρου. Από το 1909 μέχρι το 1916 σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και συνέχισε την εκπαίδευσή του στο Παρίσι… … Dictionary of Greek
Ροσίνι, Τζοοκίνο — (Rossini, Πέζαρο 1792 – Πασί, Παρίσι 1868). Ιταλός συνθέτης. Από τα πρώτα παιδικά του χρόνια έφυγε από το Πέζαρο και άρχισε στη Μπολόνια τις μουσικές του σπουδές, τις οποίες συνέχισε αργότερα (1802 04) στο Λούγκο της Ρομάνια, στη σχολή του ιερέα… … Dictionary of Greek
Ταΐροφ, Αλεξάντρ Γιακόβλεβιτς — (ψευδώνυμο του Α.Γ. Κόρνμπλιτ, Ρόμνι 1885 – Μόσχα 1950). Ρώσος σκηνοθέτης και θεωρητικός του θεάτρου. Ερασιτέχνης ηθοποιός στα φοιτητικά του χρόνια, αφού πήρε το δίπλωμά του αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη σκηνοθεσία. Τον Δεκέμβριο του 1914… … Dictionary of Greek